- λουθηρανικός
- -η, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Γερμανό θρησκευτικό μεταρρυθμιστή Λούθηρο και στη διδασκαλία του («Λουθηρανική Εκκλησία»).[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lutheran < όν. τού Γερμανού Martin Luther, θρησκευτικού μεταρρυθμιστή. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.